- κλώσω
- κλώθωtwist by spinningaor subj act 1st sgκλώθωtwist by spinningfut ind act 1st sgκλώθωtwist by spinningaor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλωσώ — και κλωσάω και κλωσίζω κλώσησα και κλώσισα, κλωσημένος και κλωσισμένος, κάθομαι επάνω στα αβγά για να βγάλω πουλάκια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλωσάω — (σπάν. κλωσώ), κλώσησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επωάζω — επώασα, επωάστηκα, επωασμένος, μτβ. και αμτβ. 1. (για πουλιά), κάθομαι πάνω στα αβγά και τα ζεσταίνω για εκκόλαψη, κλωσώ, γονεύω. 2. το παθ., επωάζομαι εκκολάπτομαι: Τα αβγά των κροκοδείλων επωάζονται από μόνα τους. 3. μτφ., εξυφαίνω στα κρυφά,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεκλωσώ — ξεκλώσησα, για πτηνά, παύω να κλωσώ, εγκαταλείπω το κλώσημα: Ξεκλώσησαν οι κότες μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)